- πολυπραγμόνησις
- -ήσεως, ἡ, Α [πολύπραγμονώ]η πολυπραγμοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπραγμονήσει — πολυπραγμόνησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) πολυπραγμονήσεϊ , πολυπραγμόνησις fem dat sg (epic) πολυπραγμόνησις fem dat sg (attic ionic) πολυπρᾱγμονήσει , πολυπραγμονέω to be busy about many things aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμονήσεις — πολυπραγμόνησις fem nom/voc pl (attic epic) πολυπραγμόνησις fem nom/acc pl (attic) πολυπρᾱγμονήσεις , πολυπραγμονέω to be busy about many things aor subj act 2nd sg (epic) πολυπρᾱγμονήσεις , πολυπραγμονέω to be busy about many things fut ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμονήσῃ — πολυπραγμονήσηι , πολυπραγμόνησις fem dat sg (epic) πολυπρᾱγμονήσῃ , πολυπραγμονέω to be busy about many things aor subj mid 2nd sg πολυπρᾱγμονήσῃ , πολυπραγμονέω to be busy about many things aor subj act 3rd sg πολυπρᾱγμονήσῃ , πολυπραγμονέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)